θεοσύλης
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
[ῡ], ον, ὁ, (σῡλάω) robbing God, sacrilegious, Ael. VH5.16, Fr.124, Ph. ap. Eus.PE8.14.
German (Pape)
[Seite 1198] ὁ, Tempelräuber; Suid.; Ael. V. H. 5, 16.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui pille les sanctuaires, sacrilège.
Étymologie: θεός, συλάω.
Greek (Liddell-Scott)
θεοσύλης: -ου, ὁ, (σῡλάω) ὁ κλέπτων τὰ τοῦ θεοῦ, ὡς τὸ ἱερόσυλος, ὁ δὲ θεοσύλης γενόμενος καὶ τὰ ἕδη αὐτὰ ἐξ ἠθῶν ἀναστήσας Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 16, παρὰ Σουΐδ.· ὡσαύτως θεόσῡλος, ον, Φίλων 2. 642.
Greek Monolingual
θεοσύλης, ό (Α)
ιερόσυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + συλώ «λεηλατώ, αρπάζω»].