θερίτροπος
From LSJ
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
θερίτροπον, turning in summer, of the solstice, Tz.ad Hes.Op. 596.
Greek (Liddell-Scott)
θερίτροπος: -ον, ὁ τρεπόμενος κατὰ τὸ θέρος, θερίτροποι τροπαί, αἱ θεριναὶ τροπαὶ τοῦ ἡλίου, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 596.
Greek Monolingual
θερίτροπος, -ον (Μ)
(για το ηλιοστάσιο) αυτός που τρέπεται κατά το θέρος («θερίτροποι τροπαί» — οι θερινές τροπές του ηλίου, Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερι- < θέρος (πρβλ. τερψίμβροτος) + -τροπος (< τρέπω), πρβλ. κατά-τροπος, μετά-τροπος].
German (Pape)
τροπαί, Sommersonnenwende.