θρασυχάρμης
From LSJ
English (LSJ)
θρασυχάρμου, ὁ, bold in fight, Q.S.4.502.
German (Pape)
[Seite 1217] ὁ, kühn im Kampfe, Qu. Sm. 4, 502. 7, 511.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυχάρμης: -ου, τολμηρὸς ἐν μάχῃ, Κόϊντ. Σμ. 4. 502.
Greek Monolingual
θρασυχάρμης, ὁ (Α)
τολμηρός στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -χάρμης (< χάρμα < χαίρω), πρβλ. ιπποχάρμης, σιδηροχάρμης].