θυμβροφάγος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, eating savory, θυμβροφάγον βλέπειν to look as if one had eaten savory, 'make a verjuice face', Ar.Ach.254.
German (Pape)
[Seite 1223] der Thymbra ißt; θυμβροφάγον βλέπειν Ar. Ach. 253, nach B. A. 43 δριμὺ βλ., ὅτι ἡ θύμβρα δριμυτάτη ἐστί, mit Bitterlressenmiene, Wolf, mit Sauerampssmiene, Droysen.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui ne mange que de la sarriette : sérieux, grave.
Étymologie: θύμβρα, φαγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
θυμβροφάγος: (ᾰ) Arph. = θυμβρεπίδειπνος.
Greek (Liddell-Scott)
θυμβροφάγος: ᾰ, ον, τρώγων θύμβρα, θυμβροφάγον βλέπειν, «ἀντὶ τοῦ δριμή, ὅτι καὶ ἡ θύμβρα δριμυτάτη ἐστίν» (Α. Β. 43, 5) Ἀριστοφ. Ἀχ. 254.
Greek Monolingual
θυμβροφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει θύμβρα, επομ. δριμύς («θυμβροφάγον βλέπειν» — το να δείχνει κανείς σαν να έχει φάει θύμβρα, δηλ. να ξινίζει τα μούτρα, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος.
Greek Monotonic
θυμβροφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει πικρά χόρτα· θυμβροφάγον βλέπειν, μοιάζω να έχω φάει κάτι πικρό, κάνω γκριμάτσα ή παίρνω πικρόχολη έκφραση, στραβομουτσουνιάζω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
θυμβρο-φάγος, ον [φᾰγεῖν]
eating savory, θυμβροφάγον βλέπειν to look as if one had eaten savory, make a savory or (as we might say) a verjuice face, Ar.