θυννοκέφαλος

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυννοκέφᾰλος Medium diacritics: θυννοκέφαλος Low diacritics: θυννοκέφαλος Capitals: ΘΥΝΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: thynnoképhalos Transliteration B: thynnokephalos Transliteration C: thynnokefalos Beta Code: qunnoke/falos

English (LSJ)

ὁ, with the head of a tunny-fish, Luc.VH1.35.

German (Pape)

[Seite 1225] thunsischköpsig, Luc. V. H. 1, 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de thon.
Étymologie: θύννος, κεφαλή.

Russian (Dvoretsky)

θυννοκέφᾰλος: с головою тунца Luc.

Greek (Liddell-Scott)

θυννοκέφαλος: ὁ, ἔχων κεφαλὴν ὡς τὴν τοῦ θύννου, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 35.

Greek Monolingual

θυννοκέφαλος, ὁ (Α)
αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με αυτό του τον(ν)ου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυκέφαλος, δολιχοκέφαλος.

Greek Monotonic

θυννοκέφαλος: ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι τόνου, σε Λουκ.

Middle Liddell

θυννο-κέφαλος, ὁ, κεφαλή
tunny-headed, Luc.