θυννοκέφαλος
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ὁ, with the head of a tunny-fish, Luc.VH1.35.
German (Pape)
[Seite 1225] thunsischköpsig, Luc. V. H. 1, 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête de thon.
Étymologie: θύννος, κεφαλή.
Russian (Dvoretsky)
θυννοκέφᾰλος: с головою тунца Luc.
Greek (Liddell-Scott)
θυννοκέφαλος: ὁ, ἔχων κεφαλὴν ὡς τὴν τοῦ θύννου, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 35.
Greek Monolingual
θυννοκέφαλος, ὁ (Α)
αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με αυτό του τον(ν)ου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυκέφαλος, δολιχοκέφαλος.
Greek Monotonic
θυννοκέφαλος: ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι τόνου, σε Λουκ.