θωρακοπώλης
From LSJ
English (LSJ)
θωρακοπώλου, ὁ, dealer in breastplates, Ar.Pax in Ind. personarum.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de cuirasses.
Étymologie: θώραξ, πωλέω.
Greek Monolingual
θωρακοπώλης, ὁ (Α)
(στην Ειρ. του Αριστοφ. ως πρόσ. του δράματος) ο πωλητής θωράκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -πώλης (< πωλώ)].
Greek Monotonic
θωρᾱκοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), έμπορος θωράκων, σε Αριστοφ.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, Harnischverkäufer, eine Person in Ar. Pax.
Russian (Dvoretsky)
θωρᾱκοπώλης: ου ὁ торговец панцирями Arph.