ιατροδικαστής
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
ο
ειδικός γιατρός που ορίζεται από την πολιτεία για την επιστημονική εξακρίβωση και τον προσδιορισμό της φύσης, του τρόπου και της προέλευσης τραυμάτων, κακώσεων, αιτιών θανάτου όταν θεωρηθεί ότι οι περιπτώσεις αυτές αφορούν τη δικαιοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + δικαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].