ιατρόσημο

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

το
ένσημο που επικολλάται σε ιατρικές συνταγές και εκθέσεις καθώς και σε πιστοποιητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -σημο (< σήμα), πρβλ. ένσημο, χαρτόσημο].