ιουδαϊκός

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἰουδαϊκός, -ή, -όν) Ιουδαίος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιουδαίους, εβραϊκός, ισραηλιτικός («ιουδαϊκή θρησκεία»)
νεοελλ.
φρ. α) «ιουδαϊκός σταυρός» — το εξάγραμμα
β) «ιουδαϊκή ημέρα» — ο χρόνος από τη μία δύση του Ηλίου ώς την άλλη
μσν.
φρ. «ἰουδαϊκός πῖλος» — κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν υποχρεωτικά οι Ιουδαίοι κατά τον μεσαίωνα.
επίρρ...
ιουδαϊκώς (ΑΜ ἰουδαϊκώς)
κατά τον τρόπο τών Ιουδαίων, εβραϊκά.