ιστοφόρος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
ἱστοφόρος, -ον (Α)
(για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, τροπαιοφόρος.