ιστοφόρος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

ἱστοφόρος, -ον (Α)
(για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, τροπαιοφόρος.