ιστοφόρος
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
Greek Monolingual
ἱστοφόρος, -ον (Α)
(για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, τροπαιοφόρος.