ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
ἰχνοβλαβής, -ές (Α)αυτός που έχει ελάττωμα ή βλάβη στο πέλμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. θεοβλαβής, φρενοβλαβής].