ιχνοβλαβής

From LSJ

Greek Monolingual

ἰχνοβλαβής, -ές (Α)
αυτός που έχει ελάττωμα ή βλάβη στο πέλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. θεοβλαβής, φρενοβλαβής].