κέρεος

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κακτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cereus (< αρχ. ελλ. κηρός)].