κέρεος
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κακτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cereus (< αρχ. ελλ. κηρός)].