κέρεος

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κακτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cereus (< αρχ. ελλ. κηρός)].