καίσαρ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
Greek Monolingual
και καίσαρας, ο (AM καῑσαρ, Μ και καίσαρας και καίσαρης και καίσαρος)
1. αυτοκράτορας
2. τίτλος αξιώματος στο Βυζάντιο
3. (ως κύριο ον.) Καῖσαρ
α) εώνυμο προσώπων που ανήκουν στο Ιούλιο γένος της Ρώμης και ειδ. του Ιουλίου Καίσαρος
β) τίτλος του διαδόχου του Ρωμαίου αυτοκράτορα
μσν.
αφεντικό
αρχ.
ονομασία μήνα στην επαρχία της Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caesar, για το οποίο υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Κατά τον Πλίνιο < caesus «τομή» < caedere «τέμνω, κόβω», επειδή ο Ιούλιος Καίσαρ γεννήθηκε όχι με φυσιολογικό τοκετό αλλά με χειρουργική επέμβαση. Κατ' άλλη άποψη < caesaries «κόμη», επειδή ο Ιούλιος Καίσαρ γεννήθηκε με πυκνό μαλλί. Κατ' άλλους < caesius ή caeruleus «μελαχρινός», λόγω του χρώματος του δέρματος του Ιουλίου Καίσαρος. Τέλος, δεν αποκλείεται και η ετρουσκική προέλευση του ονόματος].