καίσαρ

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

και καίσαρας, ο (AM καῑσαρ, Μ και καίσαρας και καίσαρης και καίσαρος)
1. αυτοκράτορας
2. τίτλος αξιώματος στο Βυζάντιο
3. (ως κύριο ον.) Καῖσαρ
α) εώνυμο προσώπων που ανήκουν στο Ιούλιο γένος της Ρώμης και ειδ. του Ιουλίου Καίσαρος
β) τίτλος του διαδόχου του Ρωμαίου αυτοκράτορα
μσν.
αφεντικό
αρχ.
ονομασία μήνα στην επαρχία της Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caesar, για το οποίο υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Κατά τον Πλίνιο < caesus «τομή» < caedere «τέμνω, κόβω», επειδή ο Ιούλιος Καίσαρ γεννήθηκε όχι με φυσιολογικό τοκετό αλλά με χειρουργική επέμβαση. Κατ' άλλη άποψη < caesaries «κόμη», επειδή ο Ιούλιος Καίσαρ γεννήθηκε με πυκνό μαλλί. Κατ' άλλους < caesius ή caeruleus «μελαχρινός», λόγω του χρώματος του δέρματος του Ιουλίου Καίσαρος. Τέλος, δεν αποκλείεται και η ετρουσκική προέλευση του ονόματος].