καινουργῶ
From LSJ
Mantoulidis Etymological
(=νεωτερίζω). Παρασύνθετο ἀπό τό καινουργός (καινός + ἔργω).
Παράγωγα: καινουργία, καινούργημα, καινούργησις, καινουργίζω, καινουργισμός, καινουργής.
(=νεωτερίζω). Παρασύνθετο ἀπό τό καινουργός (καινός + ἔργω).
Παράγωγα: καινουργία, καινούργημα, καινούργησις, καινουργίζω, καινουργισμός, καινουργής.