καιροσπάθητος

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιροσπάθητος Medium diacritics: καιροσπάθητος Low diacritics: καιροσπάθητος Capitals: ΚΑΙΡΟΣΠΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: kairospáthētos Transliteration B: kairospathētos Transliteration C: kairospathitos Beta Code: kairospa/qhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (καῖρος) close-woven, ὕφασμα Hermipp.5.

German (Pape)

[Seite 1297] Hermipp. bei Suid. s. v. ἀνθέων, von καῖρος, gewebt.

Greek (Liddell-Scott)

καιροσπάθητος: ᾰ, ον, (καῖρος Α) πυκνῶς ὑφασμένος, καιροσπάθητον... ὕφασμα Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 3.

Greek Monolingual

καιροσπάθητος, -ον (Α)
πυκνά υφασμένος, στερεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα νήματα του στημονιού του αργαλειού» + -σπάθητος (< σπαθῶ «υφαίνω σφιχτά»), πρβλ. ευσπάθητος, λεπτοσπάθητος].