καννοπλόκος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
καννοπλόκος, ὁ (Α)
καλαθοπλόκος, κατασκευαστής καλαθιών από καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχοπλόκος.