καπηλευτικός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1322] = καπηλικός, Plat. Legg. VIII, 842 c.
Russian (Dvoretsky)
κᾰπηλευτικός: касающийся мелкой торговли: τὰ καπηλευτικά Plat. законы о мелкой торговле.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπηλευτικός: -ή, -όν, = καπηλικός, Πλάτ. Νόμ. 842D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καπηλευτικός, -ή, -όν) καπηλεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάπηλο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καπηλευτικός -ή -όν [καπηλεύω] winkeliers-.