καρδαμογλύφος

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source

German (Pape)

[Seite 1326] Kresse schneidend, spaltend, wie κυμινοπ ρίστης, filzig, knauserig, Hesych. Vgl. κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος.

Greek Monolingual

καρδαμογλύφος, ὁ (Α)
αυτός που σχίζει, που χωρίζει στη μέση το κάρδαμο, φιλάργυρος, τσιγκούνης, ξηνταβελόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδαμον + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ, αγαλματο-γλύφος, λιθο-γλύφος].