καρπόχειρ
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
late word for μετακάρπιον, Eust.1572.38.
German (Pape)
[Seite 1329] ὁ, nach Eust. der vulgäre Ausdruck für καρπὸς χειρός.
Greek (Liddell-Scott)
καρπόχειρ: μεταγενεστ. λέξις ἀντὶ τοῦ μετακάρπιον, Εὐστ. 1572, 38· ― ὡσαύτως, καρποχείριον, τὸ Μελέτ. ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 120.
Greek Monolingual
καρπόχειρ, -ος, ἡ (Μ)
η περιοχή του χεριού μεταξύ καρπού και δακτύλων, το μετακάρπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + χείρ.