κατάκοσμος

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοσμος Medium diacritics: κατάκοσμος Low diacritics: κατάκοσμος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: katákosmos Transliteration B: katakosmos Transliteration C: katakosmos Beta Code: kata/kosmos

English (LSJ)

κατάκοσμον, adorned, θρόνοι App.Mith.115.

German (Pape)

[Seite 1356] geschmückt, App. Mithr. 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοσμος: -ον, κεκοσμημένος, πλήρης κόσμου, ἐστολισμένος, Ἀππ. Μιθρ. 115, Συλλ. Ἐπιγρ. 9536·―κατακόσμητος, ον, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάκοσμος, -ον)
ο υπερβολικά στολισμένος, αυτός που φέρει πολλά διακοσμητικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κοσμος (< κόσμος «τάξη»), πρβλ. παράκοσμος, σύγκοσμος].