κατάκοσμος
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
English (LSJ)
κατάκοσμον, adorned, θρόνοι App.Mith.115.
German (Pape)
[Seite 1356] geschmückt, App. Mithr. 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκοσμος: -ον, κεκοσμημένος, πλήρης κόσμου, ἐστολισμένος, Ἀππ. Μιθρ. 115, Συλλ. Ἐπιγρ. 9536·―κατακόσμητος, ον, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάκοσμος, -ον)
ο υπερβολικά στολισμένος, αυτός που φέρει πολλά διακοσμητικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κοσμος (< κόσμος «τάξη»), πρβλ. παράκοσμος, σύγκοσμος].