παράκοσμος
From LSJ
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
English (LSJ)
παράκοσμον, unseemly. Adv. παρακόσμως J.AJ 1.6.3.
German (Pape)
[Seite 485] wider die Ordnung, unschicklich, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
παράκοσμος: -ον, ἄκοσμος, ἀπρεπής. ― Ἐπίρρ. -μως, γεγυμνωμένως, παρακόσμως ἔκειτο Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
άκοσμος, απρεπής, ανάρμοστος.
επίρρ...
παρακόσμως Α
με απρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κόσμος (πρβλ. άκοσμος)].