παράκοσμος

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκοσμος Medium diacritics: παράκοσμος Low diacritics: παράκοσμος Capitals: ΠΑΡΑΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: parákosmos Transliteration B: parakosmos Transliteration C: parakosmos Beta Code: para/kosmos

English (LSJ)

παράκοσμον, unseemly. Adv. παρακόσμως J.AJ 1.6.3.

German (Pape)

[Seite 485] wider die Ordnung, unschicklich, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

παράκοσμος: -ον, ἄκοσμος, ἀπρεπής. ― Ἐπίρρ. -μως, γεγυμνωμένως, παρακόσμως ἔκειτο Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
άκοσμος, απρεπής, ανάρμοστος.
επίρρ...
παρακόσμως Α
με απρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κόσμος (πρβλ. άκοσμος)].