κατάχολος

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχολος Medium diacritics: κατάχολος Low diacritics: κατάχολος Capitals: ΚΑΤΑΧΟΛΟΣ
Transliteration A: katácholos Transliteration B: katacholos Transliteration C: katacholos Beta Code: kata/xolos

English (LSJ)

κατάχολον, very bilious, ὑποχωρήματα Hp.Epid.7.14, cf.Aët.8.74.

German (Pape)

[Seite 1391] sehr gallig, Hippocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάχολος -ον [κατά, χολή] met veel gal.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχολος: -ον, (χολὴ) πλήρης χολῆς, Ἱππ. 1215C.

Greek Monolingual

κατάχολος, -ον (Α)
γεμάτος χολή, χολώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χολος (< χόλος «χολή, οργή»), πρβλ. διά-χολος, περί-χολος].