κατάχυτλον
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
τό, watering-pot, portable shower-bath, κατάχυτλον τὴν ῥῖν' ἔχεις Eup.283; ἐν καταχύτλοις λεκάναισι Pherecr.108.19.
German (Pape)
[Seite 1392] τό, Gießkanne Gefäß, aus dem man die Badenden übergoß, VLL.; Eupol. bei Poll. 10, 13; Phereer. bei Ath. VI, 269 a, ἐν καταχύτλοις λεκάναις.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχυτλον: τό, ἀγγεῖον βαλανευτικὸν διάτρητον, δι’ οὗ ἐπέχυνον τὸ ὕδωρ εἰς τὸν λουόμενον· παρὰ Πολυδεύκει (Ι΄, 63) μνημονεύονται συνωνύμως ἀρύταινα, ἀρύβαλλος, κατάχυτλον, τὰ μὲν δύο πρῶτα ἀπὸ τοῦ ἀρύεσθαι, τὸ δὲ τρίτον ἐκ τοῦ καταχεῖν, ὥστε εἶνε ἀντὶ τοῦ καταχυτήρ, καταχυτήριον· παρ’ Ἀριστοφ. (Ἱππ. 1094) κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ (=καταχύτλῳ), πρβλ. κατάχυσις· κατάχυτλον τὴν ῥῖν’ ἔχεις Εὔπολις ἐν «Χρυσ.» 13· ἐν καταχύτλοις λεκάναισι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 19, ἔνθα ἐπιθετικῶς κεῖται, ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 158.
Greek Monolingual
κατάχυτλον, τὸ (Α) καταχέω
1. διάτρητο φορητό δοχείο με το οποίο έχυναν νερό πάνω στους λουομένους στα δημόσια βαλανεία
2. (και ως επίθ.) κατάχυτλος, -ον
διάτρυτος («ἐν καταχύτλοις λεκάναισι», Φερεκρ.).