κατάχυτλον

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχυτλον Medium diacritics: κατάχυτλον Low diacritics: κατάχυτλον Capitals: ΚΑΤΑΧΥΤΛΟΝ
Transliteration A: katáchytlon Transliteration B: katachytlon Transliteration C: katachytlon Beta Code: kata/xutlon

English (LSJ)

τό, watering-pot, portable shower-bath, κατάχυτλον τὴν ῥῖν' ἔχεις Eup.283; ἐν καταχύτλοις λεκάναισι Pherecr.108.19.

German (Pape)

[Seite 1392] τό, Gießkanne Gefäß, aus dem man die Badenden übergoß, VLL.; Eupol. bei Poll. 10, 13; Phereer. bei Ath. VI, 269 a, ἐν καταχύτλοις λεκάναις.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχυτλον: τό, ἀγγεῖον βαλανευτικὸν διάτρητον, δι’ οὗ ἐπέχυνον τὸ ὕδωρ εἰς τὸν λουόμενον· παρὰ Πολυδεύκει (Ι΄, 63) μνημονεύονται συνωνύμως ἀρύταινα, ἀρύβαλλος, κατάχυτλον, τὰ μὲν δύο πρῶτα ἀπὸ τοῦ ἀρύεσθαι, τὸ δὲ τρίτον ἐκ τοῦ καταχεῖν, ὥστε εἶνε ἀντὶ τοῦ καταχυτήρ, καταχυτήριον· παρ’ Ἀριστοφ. (Ἱππ. 1094) κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ (=καταχύτλῳ), πρβλ. κατάχυσις· κατάχυτλον τὴν ῥῖν’ ἔχεις Εὔπολις ἐν «Χρυσ.» 13· ἐν καταχύτλοις λεκάναισι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 19, ἔνθα ἐπιθετικῶς κεῖται, ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 158.

Greek Monolingual

κατάχυτλον, τὸ (Α) καταχέω
1. διάτρητο φορητό δοχείο με το οποίο έχυναν νερό πάνω στους λουομένους στα δημόσια βαλανεία
2. (και ως επίθ.) κατάχυτλος, -ον
διάτρυτος («ἐν καταχύτλοις λεκάναισι», Φερεκρ.).