καταβυρσόω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A cover with hides, ναῦς Th.7.65.
2 sew up in a skin, Plu.Cleom.38.
German (Pape)
[Seite 1341] ganz mit Leder überziehen, τὰς πρώρας Thuc. 7, 65; τὸ σῶμα τοῦ Κλεομένους κρεμάσαι καταβυρσώσαντας, in ein Fell eingenäht aufhängen, Plut. Cleom. 38.
French (Bailly abrégé)
καταβυρσῶ :
1 recouvrir de cuir, de peau;
2 coudre dans un sac de cuir.
Étymologie: κατά, βυρσόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβυρσόω [κατά, βυρσόω] bedekken met dierenhuiden.
Russian (Dvoretsky)
καταβυρσόω:
1 покрывать, обшивать кожей (τὰς πρῴρας Thuc.);
2 зашивать в кожу (τὸ σῶμά τινος Plut.).
Greek Monotonic
καταβυρσόω: μέλ. -ώσω, σκεπάζω, καλύπτω εντελώς με δέρμα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταβυρσόω: κατακαλύπτω ἐντελῶς διὰ δερμάτων, Θουκ. 7. 65· τυλίσσω τι ἐντὸς βύρσης, Πλουτ. Κλεομ. 38.
Middle Liddell
fut. ώσω
to cover quite with hides, Thuc.
Lexicon Thucydideum
corio contegere, to cover with leather, 7.65.2, [Vat. Vatican manuscript κατεβύσωσαν].