καταγοράζω
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
Dor. aor. inf. -αγοράξαι, σῖτον IG5(1).1379.21 (Thuria, ii/i B.C.):—Pass., aor. 1 subj. -αγορασθῇ ib.13:—buy up, purchase, φορτία D.34.7, cf. Ephipp.21 (sed leg.κᾆτ' ἀγ-); ἐκ τῶν ἰδίων ταῦρον Milet.1(9).368.
German (Pape)
[Seite 1343] ankaufen; φορτία Dem. 34, 7; in Ephipp. bei Ath. VIII, 359 a will Mein. κἆτ' ἀγοράσαι dafür schreiben.
French (Bailly abrégé)
acheter au marché, acheter.
Étymologie: κατά, ἀγοράζω.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰγοράζω: закупать (φορτία Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰγοράζω: μέλλ. -άσω, ἀγοράζω τι διὰ μιᾶς, χονδρικῶς, φορτία Δημ. 908, ἐν τέλ.· ἁπλῶς ἀγοράζω τι ἐκ τῆς ἀγορᾶς, παππία, βούλει δραμὼν εἰς τὴν ἀγορὰν καταγοράσαι μοι Ἔφιππος ἐν «Φιλύρᾳ» 2 (ἔνθα ὁ Meineke προτείνει κᾆτ᾿ ἀγοράσαι).
Greek Monolingual
καταγοράζω (Α)
αγοράζω κάτι χονδρικά («δέον δ' αὐτὸν καταγοράσαι φορτία Ἀθήνηθεν μνῶν ἑκατὸν καὶ δέκα καὶ πέντε»).
Greek Monotonic
κατᾰγοράζω: μέλ. -άσω, αγοράζω χονδρική, φορτία, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. άσω
to buy up, φορτία Dem.