καταγοράζω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγοράζω Medium diacritics: καταγοράζω Low diacritics: καταγοράζω Capitals: ΚΑΤΑΓΟΡΑΖΩ
Transliteration A: katagorázō Transliteration B: katagorazō Transliteration C: katagorazo Beta Code: katagora/zw

English (LSJ)

Dor. aor. inf. -αγοράξαι, σῖτον IG5(1).1379.21 (Thuria, ii/i B.C.):—Pass., aor. 1 subj. -αγορασθῇ ib.13:—buy up, purchase, φορτία D.34.7, cf. Ephipp.21 (sed leg.κᾆτ' ἀγ-); ἐκ τῶν ἰδίων ταῦρον Milet.1(9).368.

German (Pape)

[Seite 1343] ankaufen; φορτία Dem. 34, 7; in Ephipp. bei Ath. VIII, 359 a will Mein. κἆτ' ἀγοράσαι dafür schreiben.

French (Bailly abrégé)

acheter au marché, acheter.
Étymologie: κατά, ἀγοράζω.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγοράζω: закупать (φορτία Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγοράζω: μέλλ. -άσω, ἀγοράζω τι διὰ μιᾶς, χονδρικῶς, φορτία Δημ. 908, ἐν τέλ.· ἁπλῶς ἀγοράζω τι ἐκ τῆς ἀγορᾶς, παππία, βούλει δραμὼν εἰς τὴν ἀγορὰν καταγοράσαι μοι Ἔφιππος ἐν «Φιλύρᾳ» 2 (ἔνθα ὁ Meineke προτείνει κᾆτ᾿ ἀγοράσαι).

Greek Monolingual

καταγοράζω (Α)
αγοράζω κάτι χονδρικά («δέον δ' αὐτὸν καταγοράσαι φορτία Ἀθήνηθεν μνῶν ἑκατὸν καὶ δέκα καὶ πέντε»).

Greek Monotonic

κατᾰγοράζω: μέλ. -άσω, αγοράζω χονδρική, φορτία, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. άσω
to buy up, φορτία Dem.