καταδιαιρέω
English (LSJ)
A divide, τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν LXX Ps.135(136).13; τὸν κύκλον εἰς δώδεκα μοίρας S.E.M.5.23:—Pass., κ. ἐς τὰ μέρη Asclep.Tact.10.22.
2 distribute, τὸ πλῆθος εἰς λόχους D.H.4.19, cf. CPR22.25 (ii A.D.):—Med., distribute among themselves, LXX Jo.3(4).2, Plb.2.45.1, D.S.3.29.
3 analyse, τὰς συνδρομάς Gal.1.158.
German (Pape)
[Seite 1346] (s. αἱρέω), verteilen; τὸ πλῆθος εἰς τοὺς ἑκατὸν λόχους D. Hal. 4, 19; καταδιελεῖν τὸν ὅλον κύκλον εἰς δώδεκα μοίρας S. Emp. adv. astrol. 23. – Bes. im med., die Beute unter sich verteilen, Pol. 2, 45, 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιαιρέω: μέλλ. -ήσω, διαιρῶ εἰς μέρη, τὸ πλῆθος εἰς λόχους Διον. Ἁλ. 4. 19· κύκλον εἰς μοίρας Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 23. - Μέσ., ἐλπίσαντες καταδιελέσθαι τὰς πόλεις, ὅτι θὰ τὰς μοιρασθῶσιν, Πολύβ. 2. 45, 1, Διόδ. 3. 29.
Russian (Dvoretsky)
καταδιαιρέω: (aor. 2 καταδιεῖλον) разделять (τὸν ὅλον κύκλον εἰς δώδεκα μοίρας Sext.); med. разделять, делить между собой (τὰς πόλεις Polyb.).