κατακαλλύνω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
clear away, κόπρον IG11(2).287 A 62 (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1351] verschönern, ausschmücken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακαλλύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ καλλύνω, Εὐμάθ. σ. 446, συχνὸν παρὰ Κυρίλλ.
Greek Monolingual
κατακαλλύνω (AM)
1. ευπρεπίζω, εξωραΐζω
2. καθαρίζω.