καταλήθομαι

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλήθομαι Medium diacritics: καταλήθομαι Low diacritics: καταλήθομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΗΘΟΜΑΙ
Transliteration A: katalḗthomai Transliteration B: katalēthomai Transliteration C: katalithomai Beta Code: katalh/qomai

English (LSJ)

forget utterly, τινος Il.22.389.

German (Pape)

[Seite 1360] (s. λήθομαι), ganz vergessen, τινός, Il. 22, 389.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. ind. 3ᵉ pl. καταλήθονται;
oublier entièrement, gén..
Étymologie: κατά, λήθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλήθομαι [κατά, λήθη] geheel vergeten, met gen.

Russian (Dvoretsky)

καταλήθομαι: (только 3 л. pl. praes. καταλήθονται) совершенно забывать (θανόντων Hom.).

English (Autenrieth)

forget entirely.

Greek Monolingual

καταλήθομαι (Α)
(αποθ.) λησμονώ εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λήθομαι, μεταπλασμένος τ. του λανθάνομαι «λησμονώ»].

Greek Monotonic

καταλήθομαι: αποθ., ξεχνώ, λησμονώ εντελώς, τινός, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλήθομαι: ἀποθ., λησμονῶ ἐντελῶς (ἴδ. λήθομαι), τινὸς Ἰλ. Χ. 389.