καταλήθομαι
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
forget utterly, τινος Il.22.389.
German (Pape)
[Seite 1360] (s. λήθομαι), ganz vergessen, τινός, Il. 22, 389.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. ind. 3ᵉ pl. καταλήθονται;
oublier entièrement, gén..
Étymologie: κατά, λήθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλήθομαι [κατά, λήθη] geheel vergeten, met gen.
Russian (Dvoretsky)
καταλήθομαι: (только 3 л. pl. praes. καταλήθονται) совершенно забывать (θανόντων Hom.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
καταλήθομαι (Α)
(αποθ.) λησμονώ εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λήθομαι, μεταπλασμένος τ. του λανθάνομαι «λησμονώ»].
Greek Monotonic
καταλήθομαι: αποθ., ξεχνώ, λησμονώ εντελώς, τινός, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
καταλήθομαι: ἀποθ., λησμονῶ ἐντελῶς (ἴδ. λήθομαι), τινὸς Ἰλ. Χ. 389.