καταπλακώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(Μ καταπλακώνω)
(επιτ. τ. του πλακώνω)
1. πέφτω πάνω σε κάτι και με το βάρος μου το συνθλίβω, συντρίβω εντελώς («κατέπεσε ο τοίχος και καταπλάκωσε δύο εργάτες»)
2. επιχωματώνω
3. (για συναίσθημα) κατακυριεύω, πλακώνω την ψυχή
4. (μέσ. και παθ.) καταπλακώνομαι
α) κατακαλύπτομαι, σκεπάζομαι εντελώς από κάτι («καταπλακώθηκαν από το χιόνι»)
β) ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι («καταπλακώνετ' ο λαός κι ο είς τον άλλο αμπώθει», Ερωτόκρ.)
γ) φθάνω, ενσκήπτω («ως είδαν ότι ο χειμών καταπλακώθη»).