καταρτώ

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

καταρτῶ, -άω (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου («τῶν ὅπλων τοῦ Ἄκρωνος ἕκαστον ἐν τάξει περιήρμοσε καὶ κατήρτησεν», Πλούτ.)
2. προσδένω, προσαρμόζωχρῆμα κατηρτησμένον», Ηρόδ.)
3. σωφρονίζω
4. παθ. καταρτῶμαι, -άομαι
επανέρχομαι στις αισθήσεις μου («πέμπτῃ πρωΐ κατήρτητο», Ιπποκρ.)
5. φρ. «κατηρτημένον λέγω» — λέγω κάτι συνετό (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρτῶ «κρεμώ»].