κατηρεμίζω

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηρεμίζω Medium diacritics: κατηρεμίζω Low diacritics: κατηρεμίζω Capitals: ΚΑΤΗΡΕΜΙΖΩ
Transliteration A: katēremízō Transliteration B: katēremizō Transliteration C: katiremizo Beta Code: kathremi/zw

English (LSJ)

calm, appease, X.An.7.1.22, Plu.2.384a.

German (Pape)

[Seite 1401] dasselbe; κατηρεμίσθησαν Xen. An. 7, 1, 24; Plut. de Is. et Osir. 81 τὰ ὀσφραντὰ πολλάκις ἀμβλύνει καὶ κατηρεμίζει τὴν αἴσθησιν.

French (Bailly abrégé)

apaiser, calmer.
Étymologie: κατά, ἠρέμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηρεμίζω [κατά, ἠρέμα] tot rust brengen.

Russian (Dvoretsky)

κατηρεμίζω: Xen. κατηρεμέω
1 успокаивать, унимать: ἐπεὶ δὲ κατηρεμίσθησαν Xen. когда (воины) успокоились;
2 усыплять (τὴν αἴσθησιν Plut.).

Greek Monolingual

κατηρεμίζω (Α)
κάνω κάποιον εντελώς ήρεμο, καθησυχάζω, καταπραΰνω κάποιον («βουλόμενος αὐτοὺς κατηρεμίσαι», Ξεν.).

Greek Monotonic

κατηρεμίζω: μέλ. -ίσω, ηρεμώ, καθησυχάζω, καταπραΰνω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατηρεμίζω: ἐντελῶς ἤρεμόν τινα ποιῶ, καθησυχάζω, καταπραΰνω, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 22, Πλούτ. 2. 384Α.

Middle Liddell

fut. ίσω
to calm, appease, Xen.