κατωρίς

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωρίς Medium diacritics: κατωρίς Low diacritics: κατωρίς Capitals: ΚΑΤΩΡΙΣ
Transliteration A: katōrís Transliteration B: katōris Transliteration C: katoris Beta Code: katwri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, in dual, bands or ribbands hanging from the στέφανος, IG22.1388.22.

German (Pape)

[Seite 1407] ίδος, ἡ, Inscr. I p. 235, κατωρίδε δύο, nach Böckh goldene Bänder, die vom Kranze herabhangen.

Greek (Liddell-Scott)

κατωρίς: -ίδος, ἡ·- κατωρίδε δύω, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 21, φαίνεται ὅτι εἶνε δύο ταινίαι κρεμάμεναι πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τοῦ στεφάνου·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει κατώρης, ὅπερ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «κάτω ῥέπων»·- περὶ τοῦ τύπου πρβλ. ἀντηρίς.

Greek Monolingual

κατωρίς, -ίδος, ἡ (Α)
(στον δυϊκό) φρ. «κατωρίδε δύω» — ταινίες κρεμασμένες από στεφάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ωρίς (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν. Το -ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και κατ-ώρης].