κεδνοσύνη

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδνοσύνη Medium diacritics: κεδνοσύνη Low diacritics: κεδνοσύνη Capitals: ΚΕΔΝΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kednosýnē Transliteration B: kednosynē Transliteration C: kednosyni Beta Code: kednosu/nh

English (LSJ)

ἡ, trustiness, goodness, IG3.1370.

Greek Monolingual

κεδνοσύνη, ἡ (Α) κεδνός
επιγρ. η ιδιότητα του έμπιστου, του αφοσιωμένου, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πιστότητα.