κερατάριον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό, Dim. of κέρας v.5, Sch.E.Hec.1261 (s.v.l.), Eust. 1037.35.
German (Pape)
[Seite 1422] τό, später Ausdruck für κεραία, Raa, Eust. 1037, 35 u. Schol. Opp. Hal. 1, 228.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέρας, παρὰ Salmas. εἰς Tertull. Pall. σ. 338. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ κεραία ΙΙ, Εὐστ. 1037. 35.
Greek Monolingual
κερατάριον, τὸ (Α)
μικρή κεραία πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + υποκορ. κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. ζωάριον, κυνάριον].