κερκόπους
From LSJ
Greek Monolingual
ο
ναυτ. σύσπαστο που χρησιμοποιείται για την εκτροπή της κέρκου προς κατάλληλη διευθέτηση του επιδρόμου, κν. παλάγκο της ράντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος με σημ. «μπούμα, κεραία του ιστού του επιδρόμου» + -πους (< πούς), πρβλ. φελλόπους, χαλκόπους. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ecoute de guy. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].