κερκώπειος

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

German (Pape)

[Seite 1424] von dem κέρκωψ, schlau, verschmitzt, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

κερκώπειος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κέρκωπα, πανοῦργος, δόλιος, Συνέσ. 108C.

Greek Monolingual

κερκώπειος, -εία, -ον (Α)
κέρκωψ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κέρκωπα, πανούργος, δόλιος.