κερχνασμός
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ὁ, roughness, hoarseness, Gal.19.111.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κερχνασμός: -οῦ, ὁ, τραχύτης, ξηρότης, «βραγχνάδα», Γαληνοῦ Λεξ.
Greek Monolingual
κερχνασμός, ὁ (Α)
ξηρότητα του λαιμού, βραχνή φωνή, βραχνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κερχνάζω].