κερχνασμός

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερχνασμός Medium diacritics: κερχνασμός Low diacritics: κερχνασμός Capitals: ΚΕΡΧΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kerchnasmós Transliteration B: kerchnasmos Transliteration C: kerchnasmos Beta Code: kerxnasmo/s

English (LSJ)

ὁ, roughness, hoarseness, Gal.19.111.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κερχνασμός: -οῦ, ὁ, τραχύτης, ξηρότης, «βραγχνάδα», Γαληνοῦ Λεξ.

Greek Monolingual

κερχνασμός, ὁ (Α)
ξηρότητα του λαιμού, βραχνή φωνή, βραχνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κερχνάζω].