κεφαληδόν
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
A Adv. like a head, f.l. in Opp.C.3.437.
II individually, νέμειν μερίδας κ. Inscr.Prien.362.25 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1428] kopfartig, l. d. bei Opp. Cyn. 3, 437, v.l. κεφαλῆφιν.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰληδόν: ἐπίρρ., ὡς κεφαλή, Ὀππ. Κυν. 3. 437· ὁ Gesner κεφαλῆφιν.
Greek Monolingual
κεφαληδόν (Α) επίρρ. κατά κεφαλήν, κατ' άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. τρόπου -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, κλιμακηδόν)].