κηδοσύνη
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ἡ, yearning, in plural, A.R.1.277, 3.462, 4.1473.
German (Pape)
[Seite 1430] ἡ, = κῆδος 1, Betrübnis, Kummer, Ap. Rh. 1, 277. 3, 462.
Greek (Liddell-Scott)
κηδοσύνη: ἡ, θλῖψις, στενοχωρία, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 277, κτλ.
Greek Monolingual
κηδοσύνη, ἡ (Α) κηδόσυνος
θλίψη, στενοχώρια, έγνοια.