κηπεύς
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
Dor. κᾱπ-, έως, ὁ, gardener, Philyll.14, AP9.329 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1432] ὁ, der Gärtner, Philyll. bei Poll. 7, 110; dor. καπεύς, Leon. Tar. (IX, 329).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
jardinier.
Étymologie: κῆπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηπεύς -έως, ὁ Dor. καπεύς [κηπεύω] tuinman.
Russian (Dvoretsky)
κηπεύς: дор. κᾱπεύς, έως ὁ садовник Anth.
Greek Monolingual
κηπεύς, δωρ. τ. καπεύς, -έως, ὁ (Α) κήπος
κηπουρός.
Greek Monotonic
κηπεύς: -έως, ὁ (κῆπος), κηπουρός, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κηπεύς: έως, ὁ, κηπουρός, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 5, Ἀνθ. Π. 9. 329.