κηπουργία

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπουργία Medium diacritics: κηπουργία Low diacritics: κηπουργία Capitals: ΚΗΠΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: kēpourgía Transliteration B: kēpourgia Transliteration C: kipourgia Beta Code: khpourgi/a

English (LSJ)

ἡ, gardening, Poll.7.101.

German (Pape)

[Seite 1432] u. κηπουργικός, f.l. für κηπουρία u. κηπουρικός, wie Bekker Poll. 7, 140. 141 lies't; aber 7, 101 steht noch κηπουργία.

Greek (Liddell-Scott)

κηπουργία: ἡ, (ἔργω) ἡ κηπουρική, ἡ ἐν τῷ κήπῳ ἐργασία, Πολυδ. Ζ΄, 101.

Greek Monolingual

κηπουργία, ἡ (Α)
η εργασία στον κήπο, η κηπουρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτ. κηπουργός].