κηπουρικός

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπουρικός Medium diacritics: κηπουρικός Low diacritics: κηπουρικός Capitals: ΚΗΠΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kēpourikós Transliteration B: kēpourikos Transliteration C: kipourikos Beta Code: khpouriko/s

English (LSJ)

κηπουρική, κηπουρικόν,
A of or for gardening, νόμοι, νόμιμον, Pl.Min.316e, 317b; κηπουρικαὶ θύραι garden trellis, Thphr. HP 7.4.5; κ. κτένες, πλατυλίσγιον, Ph.Bel.100.10, Apollod.Poliorc.220.18; κ. λάχανον Hippiatr.7: κηπουρικά, τά, treatise on gardening by Caesennius, etc., Plin.HN1.19Ind.Auct., 19.177.
II skilled in gardening, cj.in Poll.7.141. Adv. κηπουρικῶς ibid.

German (Pape)

[Seite 1432] ή, όν, zum Gartenbau gehörig, Plat. Min. 317 b u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de jardin, de jardinage, de jardinier.
Étymologie: κηπουρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηπουρικός -ή -όν [κηπουρός] tuinbouw-.

Russian (Dvoretsky)

κηπουρικός: садоводческий: οἱ κηπουρικοὶ νόμοι Plat. законы о садоводстве.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηπουρικός, -ή, -όν) κηπουρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον κήπο ή στον κηπουρό και την τέχνη του (α. «κηπουρικά εργαλεία» β. «κηπουρικαὶ θύραι», Θεόφρ.)
νεοελλ.-μσν.
το θηλ. ως ουσ. η κηπουρική
η τέχνη του κηπουρού, η επιστημονική καλλιέργεια τών κήπων
αρχ.
1. ο έμπειρος στην καλλιέργεια του κήπου
2. αυτός που προέρχεται από κήπο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κηπουρικά
πραγματεία του Καισεννίου που αναφέρεται στην καλλιέργεια τών κήπων.
επίρρ...
κηπουρικώς (Α κηπουρικῶς)
με κηπουρικό τρόπο ή από κηπουρική άποψη.

Greek Monotonic

κηπουρικός: -ή, -όν, αυτός που σχετίζεται ή αναφέρεται στην κηπουρική ή τον κήπο γενικότερα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κηπουρικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν κῆπον ἢ τὴν καλλιέργειαν τοῦ κήπου, νόμιμον Πλάτ. Μίνως 317Β· κ. λάχανον Ἱππιατρ.· κηπουρικὴ θύρα (διάφ. γραφ. -ωρικὴ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 5. ΙΙ. ἔμπειρος εἰς κηπουργίαν, Πολυδ. Ζ΄, 141.

Middle Liddell

κηπουρικός, ή, όν
of or for gardening, Plat. [from κηπουρός