κηροτήκτης

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

ο
ειδικό κιβώτιο με γυάλινο κάλυμμα και σχάρα, μέσα στο οποίο τοποθετούνται από τους μελισσοκόμους οι κηρήθρες για να υποστούν τήξη από την ηλιακή θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -τήκτης (< τήκω)].