κισσήεις

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσήεις Medium diacritics: κισσήεις Low diacritics: κισσήεις Capitals: ΚΙΣΣΗΕΙΣ
Transliteration A: kissḗeis Transliteration B: kissēeis Transliteration C: kissieis Beta Code: kissh/eis

English (LSJ)

κισσήεσσα, κισσήεν, = κίσσινος, Nic.Th.510, Nonn. D. 40.93.

German (Pape)

[Seite 1442] εσσα, εν, von Epheu, wie κίσσινος; Nic. Th. 510; Nonn. D. 40, 93.

Greek (Liddell-Scott)

κισσήεις: εσσα, εν, = κίσσινος, Νικ. Θηρ. 510, Νόνν. Δ. 40. 93.

Greek Monolingual

κισσήεις, -εσσα, -ῆεν (AM)
κίσσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα -ήεις (πρβλ. ανθήεις, δενδρήεις)].