κλαυθμηρός

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυθμηρός Medium diacritics: κλαυθμηρός Low diacritics: κλαυθμηρός Capitals: ΚΛΑΥΘΜΗΡΟΣ
Transliteration A: klauthmērós Transliteration B: klauthmēros Transliteration C: klafthmiros Beta Code: klauqmhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (κλαίω) plaintive, Sch.E.Hec.337.

German (Pape)

[Seite 1446] weinerlich, kläglich, Schol. Eur. Hec. 334.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυθμηρός: -ά, -όν, κλαυστικός, πένθιμος, θρηνητικός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 337.

Greek Monolingual

κλαυθμηρός, -ά, -όν (Α)
θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, οκνηρός)].