κλύδαξις
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
-εως, ἡ, splashing in the stomach, Diocl.Fr.141.
Greek Monolingual
κλύδαξις, ἡ (Α) κλυδάζομαι
ανακίνηση στομάχου, στομαχική διαταραχή.