κλώσμα
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM κλῶσμα) κλώθω
1. κλωστή, νήμα
2. κλώση
νεοελλ.
1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα
2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή του εμβόλου τών σχοινιών
νεοελλ.-μσν.
(για ποταμό) στροφή, στριφογύρισμα
μσν.
1. έγνοια, στενοχώρια
2. γύρισμα ή αλλαγή της τύχης
αρχ.
το νήμα της μοίρας.