κνεφαίος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
κνεφαῖος, -αία, -ον (Α) κνέφας
1. σκοτεινός, μαύρος («κνεφαῖα τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη», Αισχύλ.)
2. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι τη νύχτα ή ο πολύ πρωινός (α. «κνεφαῖος ἐλθών», Ιππών.
β. «ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῖος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», Αριστοφ.). Επιρρ. κνεφαίως (Α)
την ώρα που έχει σκοτάδι.