κνισός
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
κνισή, κνισόν,
A = κνισήεις, τὸ κ. Ath.3.115e.
2 = λίχνος, Comp. κνισότερος Id.12.549a.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσός: -όν, = κνισήεις, Ἀθήν. 115Ε. 2) = λίχνος, Συγκρ. κνισότερος, αὐτόθι 549Α.
Greek Monolingual
κνισός, -ή, -όν (Α) κνίσα
1. κνισήεις
2. λαίμαργος, λιχούδης.
German (Pape)
1 der den Fettdampf liebt, leckerhaft; im Komparat., κνισσότερος ὢν τοῦ Ὀδυσσέως μελανθίου, Ath. XII.549a.
2 = κνισσήεις, fettig, Ath. III.115e.