κνισός

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσός Medium diacritics: κνισός Low diacritics: κνισός Capitals: ΚΝΙΣΟΣ
Transliteration A: knisós Transliteration B: knisos Transliteration C: knisos Beta Code: kniso/s

English (LSJ)

κνισή, κνισόν,
A = κνισήεις, τὸ κ. Ath.3.115e.
2 = λίχνος, Comp. κνισότερος Id.12.549a.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσός: -όν, = κνισήεις, Ἀθήν. 115Ε. 2) = λίχνος, Συγκρ. κνισότερος, αὐτόθι 549Α.

Greek Monolingual

κνισός, -ή, -όν (Α) κνίσα
1. κνισήεις
2. λαίμαργος, λιχούδης.

German (Pape)

1 der den Fettdampf liebt, leckerhaft; im Komparat., κνισσότερος ὢν τοῦ Ὀδυσσέως μελανθίου, Ath. XII.549a.
2κνισσήεις, fettig, Ath. III.115e.