κνύζημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, = κνυζηθμός (whining, whimpering), of infants, ἄσημα κ. Hdt. 2.2, Him. Or. 23.4, cf. Max.Tyr. 41.3.
German (Pape)
[Seite 1464] τό, = Vorigem; vom Kindergeschrei, ἄσημα κνυζήματα Her. 2, 2, von VLL. γοερὰ ἀποφθέγματα erklärt.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
cri inarticulé, cri d'enfant.
Étymologie: κνυζέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνύζημα -τος, τό [κνυζέω] gebrabbel (van kinderen).
Russian (Dvoretsky)
κνύζημα: ατος τό взвизгивание, невнятный звук или лепет (τῶν παιδίων Her.).
Greek Monolingual
κνύζημα, τὸ (Α) [[[κνυζώ]] (Ι)]
το κλαψούρισμα μικρού παιδιού.
Greek Monotonic
κνύζημα: τό = κνυζηθμός, λέγεται για βρέφη, νεογέννητα, Λατ. vagitus, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κνύζημα: τό, = κνυζηθμός, ἐπὶ νηπίων. Λατ. vagitus, Ἡρόδ. 2. 2, πρβλ. Ἱμέρ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 365. 24.
Middle Liddell
κνύζημα, ατος, τό,
= κνυζηθμός of infants, Lat. vagitus, Hdt.